ποντιακός

ποντιακός
-ή, -ό, Ν [πόντος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τού Πόντου ή προέρχεται από τη χώρα τού Πόντου («ποντιακός χορός»)
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ποντιακή και τα ποντιακά
η ποντιακή διάλεκτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Pontic Greeks — Infobox Ethnic group group = Pontic Greeks nowrap|Έλληνες του Πόντου (Ρωμιοί) Pontic Greek man population = c. 3,000,000 regions = Greece, Georgia, Russia, Ukraine, Kazakhstan, Turkey religions = Greek Orthodox Christianity, Sunni Islam langiages …   Wikipedia

  • Loutrochori — Λουτροχώρι …   Deutsch Wikipedia

  • Понтийцы — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …   Википедия

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”